- μυρμηκτέττιξ
- μυρμηκ-τέττιξ, ῑγος, ὁ,A ant-and-grasshopper, Tz.H.11.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρμηκτέττιξ — μυρμηκτέττιξ, ὁ (Μ) είδος φτερωτού μυρμηγκιού ή, πιθανώς, φανταστικός συνδυασμός μυρμηγκιού και ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + τέττιξ] … Dictionary of Greek